Ανυπομονούσε να έρθει η ώρα που θα μπορούσε να βγει στους δρόμους της γειτονιάς, να συναντήσει τους φίλους του για παιχνίδι. Ο μεγαλύτερος του αδελφός, του είχε μάθει να μετράει μέχρι το εκατό αλλά δεν ήξερε ακόμη να διαβάζει τους αριθμούς, ούτε στο μεγάλο ρολόι του τοίχου στο καθιστικό μπορούσε να τους αναγνωρίσει, ήξερε μόνο να περιμένει να δει τον μεγάλο δείκτη να δείχνει το ταβάνι και τον μικρότερο να είναι κοντά στην άλλη άκρη προς τα κάτω, όχι όμως ακριβώς απέναντι, λιγάκι πιο δεξιά, θα χρειαζόταν ακόμη πολύ ώρα για να ευθυγραμμιστούν. Όταν οι δείχτες παίρνανε τις θέσεις αυτές, ήταν η ώρα που άφηναν και τους φίλους του οι μανάδες τους να βγουν για παιχνίδι και μπορούσε και αυτός να τους ακολουθήσει
«Εσύ είσαι ο πιο μικρός, δεν πρέπει να κάνεις ότι κάνουν και οι πιο μεγάλοι φίλοι σου» του έλεγε πάντα η μάνα του πριν τον αφήσει να βγει. Μια καθημερινή ιεροτελεστία, μπας και τα είχε ξεχάσει από την προηγούμενη μέρα ή την πάρα προηγούμενη. «Να παίζεται φρόνιμα, να μην τρέχετε στον δρόμο, να μην μιλάτε με άγνωστους και το κυριότερο να μην ακολουθήσετε κάποιον που δεν ξέρετε». Σαν ατάκα από θεατρικό, επαναλάμβανε καθημερινά το ίδιο τροπάριο.
«Και μόλις ετοιμάσω το φαγητό, θα σας φωνάξω και θέλω να’ ρθείτε αμέσως. Δεν θέλω να καθυστερούμε τον πατέρα σας που έρχεται κουρασμένος μετά από τόσες ώρες δουλειάς!» Με αυτό σαν επίλογο ήξερε ότι μπορούσε να ανοίξει με ασφάλεια την πόρτα και να βγει έξω. Στο παιχνίδι με τους φίλους του. Στην ανεμελιά και στην ξεγνοιασιά. Μακριά από γιατρούς και θεραπείες, μακριά από χάπια και ενέσεις.
Η διάγνωση είχε γίνει πριν από 5 μήνες και η διαδικασία θεραπείας ξεκίνησε αμέσως. Άκουσε μια φορά την μάνα του να μιλάει στο τηλέφωνο με την θεία του που είχε παντρευτεί και ζούσε στον Καναδά, να της λέει ότι είχαν φανεί τυχεροί και ότι η αρρώστια ήταν ιάσιμη. Όποτε κατάλαβε ότι αυτό που είχε λεγόταν Ιάσιμη και ευτυχώς ήταν τυχεροί που την είχε. Αλλά τον προβλημάτιζε που αυτός κάποιες φορές στην θεραπεία πονούσε πολύ.
Όμως τώρα είχε ήδη ανοίξει την πόρτα και είχε βγει στον δρόμο με κατεύθυνση προς το σπίτι του Λευτέρη, του μεγαλύτερου της παρέας, που αν και πήγαινε στην ίδια τάξη με τον αδελφό του, πάντα έλεγαν ότι αυτός ήταν ο μεγαλύτερος και ότι είχε χάσει χρόνο στο σχολείο. Αν ήξερε πώς να βρει αυτόν τον χρόνο που έχασε ο Λευτέρης θα του τον έδινε γιατί τον αγαπούσε πολύ. Όμως αυτός ακόμη ήταν μικρός και δεν μπορούσε να πάει στο σχολείο ακόμη, οπότε ούτε και να ψάξει εκεί να βρει τον χρόνο που έχασε ο αγαπημένος του φίλος.
Με το που βγήκε στον δρόμο, είδε την παρέα των παιδιών να κατευθύνονται ήδη προς το χωράφι στο τέλος της γειτονίας τους,εκεί όπου είχαν στήσει ένα πρόχειρο γήπεδο ποδοσφαίρου! Έπρεπε να τους προλάβει και ξεκίνησε να τρέχει φωνάζοντας τους να τον περιμένουν...
____________
... Άνοιξε τα μάτια του και ένιωσε το κεφάλι του να γυρνάει! Ένας διαπεραστικός πόνος στο αριστερό του πλευρό τον κτύπησε ξαφνικά! Ένοιωθε μια ελαφριά ζάλη και το στομάχι του ήταν δεμένο κόμπος. «Μα που βρίσκομαι;» σκέφτηκε. Έκανε να σηκωθεί αλλά το σώμα του δεν ανταποκρινόταν! "Σιγά μωρό μου" άκουσε την μητέρα του να του λέει με τρυφερότητα! "Πως νοιώθεις;" –Κοίταξε γύρω του και κατάλαβε ότι ήταν ξαπλωμένος στο μεγάλο καναπέ του καθιστικού. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και είδε το ρολόι στον τοίχο απέναντι του να δείχνει περίπου την ώρα του παιχνιδιού αλλά με τον μεγάλο δείκτη να έχει μετακινηθεί ήδη πιο αριστερά! Άρα είχε αργήσει.
"Μαμά θέλω να παίξω με τους φίλους μου και έχω αργήσει" είπε με όση δύναμη μπορούσε να ανακτήσει! "Δεν θα πας σήμερα άγγελε μου" του είπε η μάνα του "δεν θυμάσαι τι έγινε;". "Μα ήμουν φρόνιμος όλη μέρα, εσύ ποτέ δεν μου απαγορεύεις να πάω για παιχνίδι! Δεν θυμάμαι να έκανα κάτι κακό". Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Γιατί ήταν ξαπλωμένος, γιατί πονούσε και ζαλιζόταν, γιατί δεν μπορούσε να πάει να παίξει με τους φίλους του;
"Από την στιγμή που τον κτύπησε το αυτοκίνητο, δεν άνοιξε τα μάτια του μέχρι τώρα! Τον σήκωσα στα χέρια μου και τον έφερα!" ακούστηκε η φωνή του Λευτέρη. Ο καλός του ο φίλος ήταν εκεί. Μα τι είχε γίνει; Δεν θυμόταν τίποτα!
«Πρέπει να έπαθε διάσειση, αλλά πρέπει να είναι ελαφριάς μορφής, γιατί δεν έκανε εμετό και ξύπνησε σχετικά άμεσα» είπε η μητέρα του καθώς ψαχούλευε το κεφάλι του για να δει αν τυχόν είχε κάποιο τραύμα. «Δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος ανησυχίας αλλά μόλις γυρίσει ο άντρας μου θα πάμε στο νοσοκομείο για εξετάσεις». Η μητέρα του από την πρώτη στιγμή που είχε γίνει η διάγνωση ότι έπασχε από καρκίνο, είχε ξεκινήσει να διαβάζει ότι ιατρικό έβρισκε μπροστά της, και είχε πάρει και μια Ιατρική Εγκυκλοπαίδεια, από ένα πλανόδιο που τους είχε κτυπήσει την πόρτα πριν από κανένα δίμηνο.
Δεν θυμόταν τίποτα, ούτε να έχει βγει έξω από το σπίτι, ούτε να είχε συναντήσει τους φίλους του, ούτε το αυτοκίνητο που τον είχε κτυπήσει και τον είχε αφήσει κάτω στην άσφαλτό λιπόθυμο. Και που ο ασυνείδητος οδηγός είχε μαρσάρει και εξαφανιστεί. Αυτά θα του τα περίγραφε αργότερα ο φίλος του ο Λευτέρης!
____________
Ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα που καθόταν και κοίταξε στην οθόνη του υπολογιστή του όσα είχε γράψει. «Ωραία εισαγωγή για το νέο μου βιβλίο» σκέφτηκε και πληκτρολόγησε στην αρχή ένα προσωρινό τίτλο: «Πέντε στα πέντε!» Αυτό κι’ αν ήταν συμβολικό. Ετοιμαζόταν να εκδώσει το πέμπτο του βιβλίο, μετά από 4 επιτυχημένα βιβλία που του είχαν χαρίσει αρκετές διακρίσεις και ένα κρατικό βραβείο. Και το βασικότερο σε αυτό του το βιβλίο θα εξιστορούσε την δική του ιστορία, με μυθιστορηματικό τρόπο δε αλλά βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα δε.
Αν κάτι είχε μάθει καλά από πολύ μικρή ηλικία, ήταν ότι η ζωή δεν σου δίνει πάντα τον χρόνο για να ολοκληρώσεις αυτά που ονειρεύεσαι. Κι’ αν φανείς τυχερός και σου δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία δεν πρέπει να την σπαταλήσεις. Και αυτού του είχαν δοθεί πέντε ευκαιρίες. Πέντε φορές που η ζωή του κινδύνευσε και όμως κατάφερε να επιζήσει και να βγει πιο δυνατός. Και παρόλο που πίστευε ότι το πεπρωμένο υπήρξε καλό μαζί του, ποτέ δεν θα ήξερε πόσο χρόνο είχε ακόμα. Και σίγουρα δεν ήθελε αυτόν που του απέμεινε να τον σπαταλήσει. Και τώρα ήταν η ώρα να μοιραστεί την δική του ιστορία με όλους.
No comments:
Post a Comment