Τρελαίνομαι
όταν ακούω κάποιους να υποστηρίζουν σθεναρά ότι δεν πιστεύουν στον κεραυνοβόλο
έρωτα. Όλοι όταν είναι έξω από τον χορό, ξέρουν να πουν πολλά τραγούδια. Εγώ
πάλι αυτό που ξέρω να πω, είναι ότι ένοιωσα τα πόδια μου να μην με σηκώνουν και
τα γόνατα μου έτοιμα να λυγίσουν όταν πρωτοαντίκρυσα τον Χριστόφορο. Μας είχαν
συστήσει κάποιο κοινοί γνωστοί σε ένα μπαράκι. Μάρτιος ήταν, Σάββατο βράδυ. Την
Κυριακή ξημερώματα άλλαζε η ώρα. Κάπως έτσι άλλαξε και η ζωή μου. Ένοιωσα τους
παλμούς της καρδιάς μου να ανεβαίνουν επικίνδυνα με την πρώτη μας ματιά και λίγο
έλειψε να λιποθυμήσω.
Τα
πράγματα από εκεί και πέρα κύλησαν με ταχύτητα φωτός. Πριν καλά καλά το
καταλάβω καταλήξαμε ζευγάρι. Στα κρυφά όμως, δεν έπρεπε να μάθουν κάτι οι άλλοι
της παρέας. Είχαμε γίνει βλέπετε μια μεγάλη παρέα που κανόνιζε εξόδους,
εκδρομές, συγκεντρώσεις για παιχνίδια σε σπίτια. Κάθε Σάββατο πρωί ραντεβού στο
Costa για καφέ και κουτσομπολιό. Έτσι χαιρόμασταν και εμείς
τον έρωτα μας. Στα κρυφά και διακριτικά.
Το
κακό όμως δεν άργησε να γίνει. Όλα πήραν την ανάποδη πορεία 2 μήνες πριν. Ένα
βράδυ, μετά που χαρήκαμε τον έρωτα μας στο σπίτι μου, μου ανακοίνωσε ότι έπρεπε
να φύγει άρον άρον και στην βιασύνη του ξέχασε το κινητό του. Μακάρι να μην
είχα την περιέργεια να κοιτάξω τα μηνύματα του. Πιστεύω ότι αυτή, η ζήλια και
η περιέργεια να μάθεις τα πάντα για τον άλλο, είναι που σκοτώνει τον έρωτα, ενώ
πρέπει να αφήνεσαι ελεύθερος να απολαμβάνεις αυτό που σου δίνεται.
Και
εκεί ήταν όλα. Ο κύριος είχε παράλληλο δεσμό με την Χριστίνα. Ήταν φίλη μας και
αυτή που μας ακολουθούσε σχεδόν πάντα σε όλες μας τις εξορμήσεις. Και σε αυτήν
πουλούσε το ίδιο παραμύθι ότι ήταν ακόμη νωρίς να μοιραστούμε τον δεσμό μας με
τους υπόλοιπους της παρέας, και ότι μετά θα μας βλέπουν οι υπόλοιποι κάπως. Το
είχε μάθει καλά το ποίημα του ο κύριος.
Όταν
επέστρεψε να το πάρει, φρόντισα να μην δείξω ότι είχα μάθει το παιχνίδι που
έπαιζε. Προσπάθησα, και κράτησα την ψυχραιμία μου, και του σιγοψιθύρισα ναζιάρικα ότι μάλλον τον έκανα να χάσει τα μυαλά του, και έτσι ξέχασε το κινητό
του.
Ήθελα
να τον κάνω να πληρώσει ακριβά, για αυτό το μαχαίρι που είχε βάλει βαθιά στην
καρδιά μου. Δυστυχώς σε κανένα δικαστήριο του κόσμου δεν θεωρείται αξιόποινη
πράξη η απιστία και να τιμωρείται. Εξάλλου πλησίαζε και η εκδρομή της παρέας στο
κυνηγετικό καταφύγιο, και αυτή την φορά θα ήταν όλοι, και η Χριστίνα. Με ένα
σπάρο, δύο τρυγόνια. Θα τους έκανα και τους δύο να πληρώσουν για το κακό που
μου έκαναν. Η προδοσία του Χριστόφορου είχε διαλύσει όλο μου τον κόσμο.
Η
πρώτη βραδιά στο καταφύγιο κύλησε ομαλά. Χιόνιζε βαριά αναγκάζοντας την παρέα
να μείνει μέσα και να μαζευτούμε δίπλα στο τζάκι παίζοντας «Η νύχτα πέφτει στο
Παλέρμο» και με διάφορες συζητήσεις, πειράγματα, ανέκδοτα. Εγώ όλο το βράδυ
παρατηρούσα διακριτικά και τους δύο, αλλά και την υπόλοιπη παρέα. Εκεί κάποια
στιγμή κατάλαβα ότι αυτή η βλαμμένη είχε κλέψει και την καρδιά του Κυριάκου,
ενός από την παρέα, τον οποίο μεν συμπαθούσα αλλά έβρισκα ότι είχε λίγο πάρει
ψηλά τον αμανέ. Δούλευε στην μυστική αστυνομία και κουβαλούσε πάντα μαζί του το
περίστροφο του. Κάποιες φορές μας το έπαιζε κάπως αφ'υψηλού και μου την έσπαγε.
Ο βλάκας λοιπόν αυτός την κοιτούσε όλο το βράδυ και έλιωνε.
Το
βράδυ δεν έκλεισα μάτι με το μαρτύριο που πέρασα. Έπρεπε να πάρω και μια τελική
απόφαση τι θα έκανα. Κάποια στιγμή σηκώθηκα να πάω τουαλέτα και το μάτι μου
πήρε τον Κυριάκο να κρύβει το περίστροφο του κάτω από το στρώμα. Ο Χριστόφορος
πριν πάμε για ύπνο μου είχε γνέψει διακριτικά, τα λέμε αύριο, άρα να μην ελπίζω
σε κάποια νυχτερινή του επίσκεψη. Αλλά από ότι κατάλαβα ούτε στο δωμάτιο της
Χριστίνας έκανε προσπάθεια να πάει.
Το
επόμενο πρωί με πρόφαση ότι το κρύο μου έφερε ημικρανία, απέφυγα να ακολουθήσω
την παρέα στην βόλτα της. Χωρίς λοιπόν συντροφιά στο καταφύγιο, βρήκα την
ευκαιρία να τρυπώσω στα πράγματα της Χριστίνας. Και ανακάλυψα το προσωπικό της
ημερολόγιο. Εκεί μέσα με γλαφυρή παραστατικότητα εξιστορούσε τον παράνομο δεσμό
τους και πως πρόσεχαν από εμάς τους υπόλοιπους. Η δε τσούλα, είχε καταλάβει το
ενδιαφέρον του Κυριάκου και ήταν έτοιμη να πέσει στην αγκαλιά του, για κάλυψη
του δεσμού της με τον Χριστόφορο. Και το χειρότερο ήταν ότι το είχαν συζητήσει
οι δυό τους και αυτός ο αθεόφοβος της έδωσε την έγκριση του.
Αυτοί
οι δύο είχαν βάλει στόχο να μας τρελάνουν. Ένοιωσα μια απέχθεια για τον
Χριστόφορο, που δεν πίστευα ότι μπορούσα να νιώσω Πλέον τον μισούσα θανάσιμα.
Όλα όσα έζησα μαζί του ήταν ένα ψέμα. Τι ήμουν εγώ γι’αυτόν; Ένα παιχνιδάκι
μάλλον, μια σεξουαλική σχέση, αυτό που είναι της μόδας το sex friends;
Ναι αλλά εγώ δεν είχα συμφωνήσει σε αυτό, εγώ άλλα πίστευα, θεωρούσα ότι είχα
μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του. Που απλά έπρεπε να κρατηθεί μυστικό μέχρι
να είναι έτοιμοι οι υπόλοιποι της παρέας για να μάθουν.
Ε
λοιπόν εκείνη ήταν η μέρα που όλοι θα το μάθαιναν. Και θα τον τιμωρούσα τον
μπάσταρδο και το πορνίδιο του. Έτρεξα και ξέθαψα το περίστροφο του Κυριάκου,
και τους περίμενα να επιστρέψουν. Όταν με το καλό επέστρεψαν, οι περισσότεροι
πήγαν να ξαπλώσουν για να ξεκουραστούν. Με διακριτικές κινήσεις κατάφερα σιγά
σιγά να μαζέψω και τα κινητά από σχεδόν όλους. Του Κυριάκου το κινητό δεν
βρήκα, όπως ούτε και τον ίδιο που από ότι μου είπε κάποιος τρίτος της παρέας
είχε πάρει τα βουνά για να πάρει αέρα. Μια χαρά με βόλευε και αυτό γιατί έτσι
θα αργούσε να γυρέψει το όπλο του.
Και
μετά ανέβηκα στο δωμάτιο του Χριστόφορου. Εκεί στο κρεβάτι του καθόταν και η
Χριστίνα, και αστειεύονταν. Εμένα με το που τους είδα μαζί, ανέβηκε το αίμα όλο
στο κεφάλι μου. Ούτε και θυμάμαι τι ακριβώς έγινε μετά, κάποιες ανάμικτες
εικόνες υπάρχουν στο μυαλό μου. Να κρατάω το ημερολόγιο της Χριστίνας και να
τους το δείχνω επιδεικτικά, μετά να σκίζω τις σελίδες και να τις πετάω σε έξαλλη
κατάσταση. Θυμάμαι όμως πολύ καλά τα λόγια του Χριστόφορου στιγμές πριν πατήσω
την σκανδάλη. Μην ρωτάτε γιατί το έκανα, γιατί την πάτησα. Ίσως να φταίνε και
αυτά τα λόγια του. Ακόμα ο ήχος τους κουδουνίζει στα αυτιά μου «Ηλία μη...
μη... σε αγαπάω!»